Κάποτε εδώ και πολλά χρόνια που μου'τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του, σα χαιρετισμό, προς τ' αναστάσιμα άστρα, μου είπε σα να μιλούσε με τον εαυτό του : Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια. Στα δύο αυτα λόγια ο αθωος χωριάτης είχε κλείσει, επιγραμματικά, το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος. «Ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου για κάθε ανθρώπινη ψυχή το κατοικητήριο ενός Θεου τρομερούυ, δικαιοκρίτη χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος.
Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί ολων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ' τολαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τόν πόνο του, δεν ειχαν βασανισθεί ποτέ απ' τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συχωρέσουν. Πως να μην είναι «άγρια» όπως τα'βλεπε τό μάτι του φοβισμένου ανθρώπου τα ουράνια, τα κατοικημένα απο τέτοιους θεούς; Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σα χαιρετισμός προς τα λαμπρά,αναστάσιμα άστρα, τα ουράνια ειχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκει απάνω υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ενας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που ειχε πονέσει όλους τους πόνους τών ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες.
Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους, σαν το τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Επείνασε, εδίψασε, κουράστηκε, αντίκρυσε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι' απ' τον ίδιο το Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, θεέ μου, ινα τί με εγκατέλιπες;»
Δε στάθηκε πόνος, που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός, που να μην τον εννοιωσε, δυστυχία, που να μη γεύθηκε το φαρμάκι της. Ηπιε όλα τα φαρμάκια, που μπορεί να πιή ανθρωπος σ' αυτόν τον κόσμο. Καί, την νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανέβη στους Ουρανούς και είχε καθήσει παντοδύναμος στο θρόνο του θεου, να κυβερνήση τον κόσμο. Πως να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλωσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα. Γιατι να τρέμη πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συχώρεσε την πόρνη, το ληστή κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα κεί απάνω, για να ιδη τα δάκρυα του μετανοιωμού του και να τον συχώρεση. Γιατί ν'απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο, είναι τώρα κεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκομάει ο φτωχός και ο αδικημένος;
Εκείνος, που πείνασε και δίψασε, είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατι να λαχταράει η μάννα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανους είναι μια Μαννούλα, που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακάλεσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να την ελεήσει. Καί γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι' αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση. Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σα χαιρετισμoς και σαν ευχαριστία, πρoς τα αναστάσιμα άστρα. Χριστός ανέστη, παππου. Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου.
διήγημα τού Παύλου Νιρβάνα , δημοσιευμένο στις 24/11/1937 στη Νέα Εστία