Η ανάπτυξη του κινήματος των νεοειδωλολατρών εξελίσσεται, ως μη όφειλε, σε ανοικτό πόλεμο εναντίον της Ορθοδοξίας και των Ορθόδοξων Ελλήνων. Οι ηγέτες δε αυτού του «νεοϊουλιανισμού» φροντίζουν να καθιστούν με κάθε τρόπο αισθητή την παρουσία τους, διεκδικώντας, μάλιστα, την επίσημη κρατική αναγνώρισή τους ως «γνωστής» Θρησκείας. Σε πρόσφατο συνέδριο της Εκκλησίας μας, με διορθόδοξη σύνθεση, μελετήθηκε το πρόβλημα εντατικά, διότι δεν αφορά μόνο την ελληνική κοινωνία, αλλά έχει και πανορθόδοξες διαστάσεις. Τα πορίσματα της εισήγησής μας παρουσιάζουμε εδώ και για τον υποψιασμό του λαού μας, αλλά και για μια - αναγκαία - κριτική των μεθόδων της εκκλησιαστικής ποιμαντικής μας.
α) Η αντορθόδοξη νεοειδωλολατρική κίνηση, στα πρόσωπα των επηρεαζόμενων έξωθεν ηγετών της, στερείται αντικειμενικότητας, καλής θελήσεως, συχνά δε και δυνατοτήτων έρευνας και αμέσου κατανοήσεως των φιλολογικών πηγών, λόγω ανεπαρκούς ελληνικής παιδείας. Κάθε, λοιπόν, προσπάθεια εκ μέρους μας πρέπει να απευθύνεται σ' εκείνους, που δεν εντάχθηκαν ακόμη «ολοτελώς» σ' αυτήν και διαθέτουν ακόμη την διάθεση ειλικρινούς και έντιμου διαλόγου. Διαφορετικά, ισχύει και εδώ ο λόγος του απ. Παύλου προς τον Τίτον για τον «αιρετικό άνθρωπο». Στις περιπτώσεις αυτές αποτελεσματικότερη είναι η προσευχή, η επίκληση γι' αυτούς της Χάρης του Θεού.
β) θα πρέπει γι' αυτό να προσεγγίζουμε τις κινήσεις αυτές ως νέες προκλήσεις για τη χριστιανική μας πίστη και, μέσα από την αναγκαία ιστορική αναδρομή, να τις αντιμετωπίζουμε όπως ακριβώς οι πρώτοι χριστιανοί αντιμετώπιζαν τον τότε εθνικά κόσμο. Οι εργασίες θεολόγων, όπως ο π. Ι. Ρωμανίδης, μας έχουμε προσανατολίσει και πάλι στην φύση της Εκκλησίας ως «Σώματος Χριστού» και στον τρόπο ιεραποστολικής ενεργείας της στον κόσμο.
Ο Χριστιανισμός δεν εμφανίσθηκε στην ιστορική σκηνή ως μία νέα θρησκεία, με στόχο τη διεκδίκηση ανωτερότητας έναντι των άλλων. Αν ήταν έτσι, Θα είχε γίνει αποδεκτός από το ελληνορωμαϊκά πάνθεο της εποχής χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Αυτό, που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις, ήταν η διεκδίκηση μοναδικότητας και αποκλειστικότητας στη σωτηρία (πρβλ. Πράξ. 4,12: «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία», παρά μόνο στον Ιησού Χριστά, ως μοναδική ένσαρκη παρουσία του θεού στην ιστορία.
Παρενθετικά, δε, μπορούμε να πούμε, ότι αυτά ακριβώς είναι που απειλείται σήμερα στο πνεύμα της νεοεποχικής πανθρησκείας, με την ισοπέδωση του Χριστιανισμού στην αναγκαστική σύμφυρσή του με όλα τα θρησκεύματα του κόσμου. Επανήλθαμε, δηλαδή, με τη Νέα Εποχή, στις ίδιες περίπου συνθήκες, γι' αυτά και επιβάλλεται η ίδια ιεραποστολική μέθοδος και τακτική.
Ας συνεχίσουμε όμως. Γι' αυτά και στην Κ. Διαθήκη δεν ορίζεται πουθενά ο χριστιανισμός ως θρησκεία, αλλά ως «εκκλησία» - σύναξη των πιστών, ιστορική και υπεριστορική, ως «σώμα Χριστού» (Α΄ Κορ. 12,27) και δυνατότητα υπέρβασης της Θρησκείας, της εθνικής και Ιουδαϊκής Θρησκευτικότητας, ως προσπάθειας γεφυρώσεως της αποστάσεως ανθρώπου Θεού, μέσω των Θυσιών και των τελετουργικών καθάρσεων (η προς Εβραίους επιστολή, το πρώτο λειτουργιολογικό βιβλίο της Εκκλησίας, επισημαίνει αυτή την υπέρβαση.
Η θρησκεία, όπως έχει σαφώς αναπτύξει ο π. Ι. Ρωμανίδης, αντιμετωπίσθηκε χριστιανικά ως <<αρρώστεια» της πτωτικής καταστάσεως του ανθρώπου, που Θεραπεύεται «εν Χριστώ» και «διά Χριστού» μέσα στην Εκκλησία, το Σώμα Του.
Η Εκκλησία, ως «σώμα Χριστού» και «εν Χριστώ κοινωνία» στην αυθεντικότητά της, προσφέρει τη θεραπεία της ανθρώπινης φύσεως και υπάρξεως, με την ολόκληρη ένταξη όμως στη ζωή της. Αν εμείς δεν έχουμε θεραπευθεί και μαστιζόμεθα ακόμη από την αρρώστια της (εθνικής) θρησκείας και της εξωχριστιανικής θρησκευτικότητας, οφείλεται στο γεγονός, ότι δεν απελευθερωθήκαμε ακόμη από τη δουλεία μας στα «στοιχεία του κόσμου» (Κολ. 2,20). Τα μοναστήρια μας, όμως, όταν και όπου μένουν πιστά στην αποστολική και αγιοπατερική παράδοση, διασώζουν τον εν Χριστώ τρόπο υπάρξεως, ως υπέρβαση της κοσμικής θρησκευτικότητας και της «μυστηριολογικής ευσέβειας» και προσφορά θεραπείας.
γ) Ο αρχαίος ειδωλολατρικός κόσμος εγκατέλειπε τη Θρησκεία του (στον Πλούταρχο θρησκεία σημαίνει λατρεία), για να ενταχθεί στο πνευματικά νοσοκομείο («ιατρείο πνευματικόν», κατά τον ι. Χρυσόστομου της Εκκλησίας και να αγιαστεί μέσα στο Άκτιστο. Δεν εγκατέλειπε τη Θρησκεία του, για να ασπασθεί κάποια άλλη. Απλώς εγκατέλειπε τον κόσμο και τα «στοιχεία» του, για να ενταχθεί στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Εγκατέλειψαν και αυτοί την «Θρησκεία» τους, για να ενταχθούν στην εν Χριστώ ζωή, ως την μόνη δυνατότητα σωτηρίας, αληθινής δηλαδή ένωσης με τον Άκτιστο Τριαδικά Θεό.
Αυτά που οδηγούμενος από τη Χάρη του Θεού συνέλαβε και ο Ελληνισμός ως προσδοκία πρβλ. Γεν. 49,10: «και αυτός προσδοκία εθνών» και ζούσε μαζί με όλους τους άλλους λαούς με τη λυτρωτική αναζήτησή του (πρβλ. Πράξ. 17,27: «ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν» = «προσπαθώντας να τον βρουν, ψηλαφώντας στο σκοτάδι» , το βρίσκει μέσα στο «σώμα του Χριστού», την Εκκλησία Αυτά είναι το βαθύτερο νόημα της ομιλίας του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών (και γι' αυτά αρνούνται την ιστορικότητά της οι νεοειδωλολάτρες μας) όχι η κλήση σε μία νέα Θρησκεία, αλλά ο προσανατολισμός των Ελλήνων στην «ένσαρκη» υπέρβαση κάθε θρησκείας, τον Ιησού Χριστά (πρβλ. το περίφημο εξαποστειλάριο της Κυριακής των Βαίων: την αλογίαν λύων των εθνών την κάκιστον, πάλαι κεχερσωμένην).
Γι' αυτό ψάλλει ο Έλληνας και μαζί του κάθε Ορθόδοξος, στο τέλος της Λειτουργίας του:
«Είδομεν το φως το αληθινό, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετο Τριάδα προσκυνούντες». Με αυτόν τον ρεαλισμό της γλώσσας μας ομολογούμε και διακηρύσσουμε την σωτηριολογική βεβαιότητά μας. Η ελληνική «ζήτησις αληθείας» (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, + 215 μ.Χ.) επληρώθη με την ανεύρεσή της στον Χριστά και την Εκκλησία Του.
δ) Η σημερινή, συνεπώς, συνάντηση των Ορθόδοξων Ελλήνων με τους εγκαταλείποντες την εν Χριστώ αλήθεια και επιστρέφοντες στην «ειδωλικήν πλάνη», είναι ανάγκη να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της πρωτοχριστιανικής - αλλά και αγιοπατερικής - ιεραποστολικής στρατηγικής ως προσφορά της εν Χριστώ θεραπείας, και όχι ως σύγκρουση μιας «θρησκείας» (μη χριστιανικής, στην ουσία με την θρησκεία του Δωδεκαθέου, την οποίαν όμως οι Άγιοι Πατέρες μας έβλεπαν - και βλέπουν - στα όρια της αρχαιοελληνικής «ζητήσεως της Αληθείας». Εμείς, αντί να τους ενσωματώνουμε, όπως και όλο το λαό μας, στην «εν Χριστώ» και «δια Χριστού» θεραπευτική διαδικασία (κάθαρσις, φωτισμός, Θέωσις), τους προσφέρουμε μια άλλη θρησκεία, την «Θρησκεία» μας.
Αυτό, δηλαδή, που κατανοούμε και ζούμε εμείς ως χριστιανισμό, και όχι τον Χριστιανισμό των Άγιων μας. Δεν προσφέρουμε στον κόσμο και τα «έθνη» της εποχής μας την ζωογόνο πνοή του Πνεύματος, αλλά ένα «χριστιανισμό», που ασφυκτιά στα δεσμά της εθνικής και Ιουδαϊκής Θρησκευτικότητας.
Βέβαια, η λατρεία μας, που δεν αλλοιώθηκε ακόμη... μας συνδέει άμεσα με την χριστιανική αρχαιότητα. Εμείς, όμως, την βιώνουμε και την προσφέρουμε (πρβλ. πολυτέλεια αμφίων, καλλιτεχνική περισσοτεχνία, εκκοσμικευμένο κήρυγμα κ.τ.ό.) μέσα στο πνεύμα της θρησκείας και των «στοιχείων» της. Δεν είναι, έτσι, περίεργο, που οι σημερινοί νεοειδωλολάτρες προκρίνουν την (αρχαία ελληνική Θρησκεία ως ανώτερη και τελειότερη - όπως διατείνονται - από την «θρησκεία», που προσφέρει η πλειοψηφία του λεγομένου χριστιανικού κόσμου.
Ο «επανευαγγελισμός» του κόσμου σήμερα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί στο πνεύμα του παπικού επεκτατισμού, όπως ο πάπας επιχειρεί, αλλ' ούτε στην επικίνδυνα εκκοσμικευμένη δική μας κατανόηση, δομή και οργάνωση του εκκλησιαστικού μας βίου, αλλά μόνο αν προηγηθεί ο δικός μας επανευαγγελισμός, ιδίως των Ποιμένων, στο πνεύμα της αποστολικής και αγιοπατερικής Ορθοδοξίας.
Μόνον έτσι Θα καταστεί δυνατή η προσφορά Χριστού και η αυθεντική λυτρωτική μας κλήση προς τον κόσμο της «Νέας Εποχής» και στην έντεχνα καλλιεργούμενη στροφή του Ελληνισμού «επί το ίδιον εξέραμα» (Β΄ Πέτρ. 2,22), σ' αυτά δηλαδή που πριν από πολλούς αιώνες με βδελυγμία απέρριψε, χάριν της εν Χριστώ σωτηρίας. Βέβαια, και σ' αυτήν την περίπτωση, τα αποτελέσματα δεν κρίνονται ποσοτικά, αλλά πνευματικά. Διότι ισχύει και εδώ ο λόγος του Χριστού μας «ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» (Ιωάνν. 18,37) ή, σχετικά με τους «Έλληνες αδελφούς μας, ο λόγος του Ευαγγελιστού της Αγάπης: «ει γαρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεσαν αν μεθ' ημών» (Α' Ιωάνν 2,19).
π. Γεώργιος Μεταλληνός