Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον προσδιορισμό του χρέους. Και επειδή κατέστη «μόδα» η χρησιμοποίηση των λέξεων «απεχθές» ή «επαχθές», σε σημείο που πολύς κόσμος, λόγω άγνοιας ή αδυναμίας εντρύφησης σε ορισμούς και ετυμολογίες, διακατέχεται από πλήρη σύγχυση για το τι ακριβώς υποδηλώνει το ένα ή το άλλο, οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε αυτές τις δύο έννοιες.
Βεβαίως πρόκειται για κάτι πολύ πιο σημαντικό και σημαδιακό από ένα απλό γλωσσικό «μπέρδεμα», δεδομένου ότι προσδίδει μια βαθύτερη άγνοια του προβλήματος. Όχι απλά άγνοια του διεθνούς δικαίου και βασικών νόμων της οικονομίας, αλλά και προδήλως άγνοια αυτής καθ' αυτής της ελληνικής γλώσσας.
Βεβαίως, όλοι όσοι χρησιμοποιούν αυτούς τους δύο προσδιορισμούς, το κάνουν επιχειρώντας να καταδείξουν την αδυναμία εξυπηρέτησης ενός χρέους και, ως συνεπακόλουθο, το έννομο δικαίωμα ενός λαού να αρνηθεί την αποπληρωμή του. Όμως καλό είναι να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε και κυρίως να το αποδίδουμε με ακριβείς έννοιες. Δηλαδή, τι σημαίνει απεχθές χρέος και τι επαχθές.
Ας δούμε λοιπόν τον πρώτο ορισμό (την λέξη «απεχθές»). Μια πανάρχαια ελληνική λέξη....
που καμία σχέση δεν έχει με τον ορισμό που πολλοί σύγχρονοι (λόγο άγνοιας) θέλουν να της προσδώσουν. Ετυμολογείται από την πρόθεση «από» και το ουσιαστικό «έχθος»= μίσος. Απεχθές κατ' ακρίβεια υποδηλώνει κάτι που μας προκαλεί απέχθεια, αντιπάθεια. Ανεξάρτητα αν αυτό είναι νόμιμο ή ηθικό. Δεν ενέχει καμία νύξη ηθικής αναφοράς, ούτε επικαλείται έννομα συμφέρονται ή δικαιώματα. Απεχθάνομαι τον τάδε, όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Μπορεί απλά να μη μου αρέσει η φάτσα του. Όσον δε αφορά ένα χρέος, σαφέστατα, και σε κάθε περίπτωση, είναι απεχθές για τον υπόχρεο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι νόμιμο ή αποτέλεσμα εξαπάτησης. Το χρέος είναι πάντοτε βάρος για τον υπόχρεο και πάντοτε απεχθές.
Αντιθέτως, η λέξη «επαχθές», παρά του ότι ομοιάζει φωνητικά με την προηγούμενη, εντούτοις διαφέρει παρασάγγας απ' αυτήν, μη έχοντας καμία εννοιολογική συγγένεια. Ετυμολογείται από την πρόθεση «επί» και το ουσιαστικό «άχθος»=βάρος. Επαχθές, ουσιαστικά, υποδηλώνει κάτι που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο ένα ήδη υφιστάμενο βάρος. Επαχθές δηλαδή είναι αυτό που μας επιβαρύνει με ακόμα περισσότερο βάρος απ' αυτό που ήδη σηκώνουμε. Στην περίπτωση ενός χρέους (που ουσιαστικά ενεργεί ως βάρος για τον υπόχρεο), υποδηλώνει την επιπλέον επιβάρυνση, υπονοουμένης της παράνομης. Όμως και εδώ χρειάζεται προσοχή. Η επίκληση ποσοστού επάχθειας από μεριάς κάποιου υπόχρεου, σημαίνει ότι αποδέχεται ένα μέρος του χρέους ως νόμιμο.
Κατά την άποψή μας, κανένας από τους δύο προσδιορισμούς δεν είναι αρκετοί για να υποδηλώσουν επ' ακριβώς το χρέος της Ελλάδας. Το δημόσιο χρέος της χώρας σαφέστατα είναι απεχθές, όπως κάθε χρέος άλλωστε, ανεξάρτητα αν είναι νόμιμο ή όχι και επίσης επαχθές, στον βαθμό όμως που αναγνωρίζουμε και ύπαρξη μη επαχθούς μέρους αυτού.
Στον αντίποδα αυτών των δύο προσδιορισμών η αρχαιοελληνική δημοκρατική διανόηση θέσπισε έναν καινούργιο νομικό όρο που δίνει οριστική λύση στο πρόβλημα του αέναου χρέους. Την σεισάχθεια! Ένας πρωτοεμφανιζόμενος, τον 6ο π.Χ. αιώνα, νομικός όρος, με μια πρωτοδημιουργούμενη λέξη, που ετυμολογείται από το ρήμα «σείω» και το ουσιαστικό «άχθος», που ουσιαστικά σημαίνει την αποτίναξη του άχθους-χρέους. Μ' αυτή την ονομασία έμεινε γνωστή η νομοθετική ρύθμιση των χρεών από το Σόλωνα (639-559 π.Χ.), βάσει της οποίας διαγράφτηκαν όλα τα χρέη και απελευθερώθηκαν όλοι όσοι είχαν καταστεί δούλοι εξ αιτίας των χρεών τους.
Ήδη από την απώτατη αρχαιότητα είχε διαπιστωθεί η τάση του κεφαλαίου να συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια, με αποτέλεσμα όχι μόνο την δουλοποίηση ευρείων μαζών προς τους πιστωτές τους, αλλά και την πλήρη τελμάτωση του εμπορίου, ακριβώς λόγω αυτής της συσσώρευσης. Ο Σόλων διαπίστωσε ότι αυτή η τελμάτωση αίρεται αυτομάτως με την διαγραφή όλων των χρεών (δημοσίων και ιδιωτικών). Μια τολμηρή πολιτική πράξη που ναι μεν φαινομενικά ωφελεί πρωτίστως τους χρεώστες, όμως σε βάθος χρόνου ωφελεί και τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες που επαναδιευρύνουν τον ορίζοντα των αγορών τους, ενώ συνάμα αποτρέπει και την δια-ταξική διαμάχη και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Στην ίδια διαπίστωση είχαν καταλήξει αργότερα και οι Εβραίοι προφήτες, οι οποίοι όμως, μη μπορώντας να εισηγηθούν έστω και κάποιας μορφής σεισάχθεια στην βαθειά εξουσιαστική δομή της κοινωνίας τους, την εισήγαγαν τελικά σαν νόμο του Θεού.
Στην δημοκρατική Αθήνα, όπου την εξουσία την είχαν οι πολίτες, τα πράγματα ήταν απλά. Όταν διαπίστωναν φαινόμενα συσσώρευσης του κεφαλαίου, με συνέπεια την τελμάτωση της παραγωγικής διαδικασίας και «μπούκωμα» του εμπορίου, είχαν την πολιτική ισχύ να επιβάλουν σεισάχθεια. Όμως στο Ισραήλ, που η πολιτική εξουσία ήταν συνυφασμένη με την οικονομική, ποιος θα μπορούσε να πάρει μια τόσο τολμηρή απόφαση; Έτσι, οι προφήτες την πέρασαν σαν θεϊκή επιταγή. Όρισαν τον κύκλο συσσώρευσης του κεφαλαίου στα 50 έτη και επέβαλαν έναν θεϊκό νόμο, όπου κάθε 50 χρόνια διαγράφονται όλα τα χρέη. Εκείνος ο χρόνος της απαλοιφής ονομάστηκε «έτος του Ιωβηλαίου» και αφορούσε βεβαίως αποκλειστικά και μόνο τις ενδοεβραϊκές σχέσεις. Αυτό τον ίδιο «θεϊκό» νόμο μπορούν μέχρι και σήμερα να επικαλεστούν ιουδαίοι χρεώστες προς επίσης ιουδαίους πιστωτές, οι οποίοι και είναι υποχρεωμένοι να υποταχθούν στην θεϊκή εντολή και να δεχθούν την διαγραφή των απαιτήσεών τους.
Να τονίσουμε βεβαίως ότι αυτή η υποχρέωση αφορά αποκλειστικά και μόνο απαιτήσεις από και προς ιουδαίους, χωρίς καμία υποχρέωση τήρησης του Ιωβηλαίου προς αλλόφυλους. Οπότε ας μην σπεύσει κάποιος μη Εβραίος να αποταθεί σε κάποια εβραϊκή τράπεζα και να απαιτήσει την τήρηση του θεϊκού νόμου και την διαγραφή των χρεών του. Είπαμε, εκείνος ο νόμος αφορά μόνο τους Ιουδαίους.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εμείς θεωρούμε πως ήδη έχει επέλθει το πλήρωμα του χρόνου για την διαγραφή όλων των χρεών (δημοσίων και ιδιωτικών, καθώς επίσης και διακρατικών), ώστε να μηδενιστεί το ...κοντέρ και να επανεκκινήσει η παγκόσμια οικονομία που εδώ και πολύ καιρό έφτασε σε πλήρη αδιέξοδο. Αυτή η παγκόσμια οικονομική κρίση που βιώνουμε όλοι μας, δεν μπορεί να ανακάμψει ποτέ, χωρίς γενικευμένη σεισάχθεια. Ή αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την εβραϊκή ορολογία, χωρίς ένα παγκόσμιο έτος του Ιωβηλαίου. Και αυτή η πράξη δεν γίνεται ούτε με διαπραγματεύσεις, ούτε να παρακάλια, αλλά ούτε με επικλήσεις θεϊκών ή ηθικών κανόνων. Αυτή η πράξη επιβάλλεται μονομερώς από τους ίδιους τους καταπιεσμένους λαούς. Αυτή η δουλοπαροικία του χρέους έχει καταστεί πλέον βραχνάς σε ολόκληρο τον πλανήτη και δεν είναι δυνατόν να ανασταλεί χωρίς δραστικές και τολμηρές αποφάσεις.
Ας θυμηθούμε λοιπόν τους προγόνους μας κι ας συμβουλευτούμε την αλάθητη ιστορική παρακαταθήκη. Η μοναδική λύση που μας απομένει, αποτυπώνεται στους στοίχους ενός συνθήματος:
Δεν χρωστάμε,
δεν πληρώνουμε,
του Γιώργου Ιεροδιάκονου