Και αυτός ο χρόνος πάλι γρήγορα κύλισε. Σαν το νερό στο αυλάκι. Φορτώθηκε ο καθένας μας με γεγονότα και καταστάσεις. Κάποια τα αντέξαμε, κάποια τα αντέχουμε, μα κάποια άλλα μας γονάτισαν και ίσως ακόμη μας γονατίζουν.
Μετανιώσαμε, διορθωθήκαμε, αλλάξαμε δεν ξέρω...και συ ίσως δεν ξέρεις.
Υπομείναμε πολλά, κουραστήκαμε, αντέχουμε κι άλλο...δεν ξέρω.
Μεγάλωσα, μεγάλωσες και συ μεγάλωσες...μαζί μεγαλώσαμε.
Αλλάξαμε;
Κάναμε κάτι;
Δώσαμε χέρι βοήθειας στον συνάνθρωπο;
Στον φτωχό ψωμί;
Στην χήρα, της ελαφρύναμε τον πόνο;
Στο ορφανό, παιχνίδι δώσαμε και ένα μαντήλι να σκουπίσουμε τα ακριβά του δάκρυα που η μάνα του χρόνια τώρα...λείπει;
Στην φυλακή, ελπίδα δώσαμε σ΄αυτον που πίσω απ΄τα σίδερα είναι κλεισμένος; Άνθρωπος είναι κι αυτός μου μοιάζει, σου μοιάζει, μην πω ότι ίδιοι είμαστε αλλά σ΄αυτόν...έτυχε.
Μακρύς ο κατάλογος με...ελλείψεις.
Αλλά συ που είσαι Μάνα του φτωχού, Μάνα του ορφανού, Μάνα του φυλακισμένου με θες και μένα βοηθό στο έργο το δικό σου;
Να βοηθήσω, κάτι να κάνω κι εγώ, να φανεί σαν...έργο. Μεθαύριο όταν έρθει η ώρα και αναχωρήσω και βρεθώ κοντά - μπροστά στον Γιο σου, κάτι να παρουσιάσω κι εγώ, μη μου πει ότι έφαγα στη γη τα χρόνια...τζάμπα.
Και συ θυμίσουμε γλυκιά μου Παναγιά, πες του ότι στο έργο σου ήμουν λίγο... βοηθός σου. Να το 'βρει σαν αφορμή, να πει: <<εσύ κάτσε σε εκείνη τη γωνιά μέσα από την Μεγάλη πόρτα την...Παραδεισένια >>.
Ομως, μην είμαι μόνος.
Ελα και συ, και συ, και εσύ εκεί που βλέπεις στη γωνιά, και συ που ακούς εκεί κρυφά, και συ που μόλις βγήκες από την αμαρτία τώρα, ελα. Oλοι, μα όλοι χωράμε...
Χρόνια πολλά, καλά, ευλογημένα και από τον Θεό δοσμένα.
x.