«Πνεύματι περιπατείτε και επιθυμίαν σαρκός ου μη τελέσητε. Η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος, το δε Πνεύμα κατά της σαρκός ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θελητε, ταύτα ποιήτε» (Γαλ. 5, 16-17). (Να καθορίζει το Πνεύμα τη διαγωγή σας και τότε δεν θ'ακολουθείτε τις αμαρτωλές επιθυμίες σας γιατί οι αμαρτωλές επιθυμίες είναι αντίθετες με το Πνεύμα και το Πνεύμα αντίθετο με τις αμαρτωλές επιθυμίες).
Εδώ μερικοί εκφράζουν αντίθετη γνώμη, υποστηρίζοντας ότι έτσι ο Απόστολος χωρίζει στα δύο τον άνθρωπο, γιατί τον παρουσιάζει σαν να είναι δημιουργημένος από αντιμαχόμενα στοιχεία και δείχνει έτσι ότι υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στο σώμα και στη ψυχή.
Αυτά όμως δεν είναι σωστά· δεν είναι, γιατί εδώ σάρκα δεν ονομάζει το σώμα· αν με τη λέξη σάρκα εννοούσε το σώμα, τότε τί σημαίνει το «επιθυμεί κατά του πνεύματος», αφού το σώμα δεν ανήκει σ' αυτά που κινούν, αλλά σ' αυτά που κινούνται, δεν ανήκει σ' αυτά που ενεργούν, αλλά που ενεργούνται;
Πώς λοιπόν μπορεί να λέει για το σώμα ότι αυτό «επιθυμεί», αφού η επιθυμία είναι ενέργεια της ψυχής και όχι του σώματος; Γιατί και σε άλλα γραφικά χωρία λέγεται: «Κατεπίθυμός εστιν η ψυχή μου», και «τί επιθυμεί η ψυχή σου και ποιήσω σοι» και «μη πορεύου κατά την επιθυμίαν της ψυχής σου» και αλλού πάλι «ούτως επιποθεί η ψυχή μου». Τί εννοεί λοιπόν ο Παύλος λέγοντας «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος»;
Με επίγνωση ονομάζει σάρκα όχι τη σωματική φύση αλλά την πονηρή προαίρεση, όπως όταν λέει: «Υμείς ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ' εν πνεύματι» και πάλι «οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνονται» (Ρωμ. 8, 8). Τί σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Ότι πρέπει να αφανίσουμε το σώμα; Και αυτός ο ίδιος που λέει αυτά δεν περιβάλλεται με σώμα; Τέτοιες διδασκαλίες δεν ταιριάζουν στο σώμα, αλλά είναι διδασκαλίες του διαβόλου. «Εκείνος γαρ ανθρωποκτόνος ην απ' αρχής» (Ιωαν. 8, 44).
Τί εννοεί λοιπόν; Εδώ σάρκα ονομάζει το γήινο φρόνημα, τον ράθυμο και ακατάστατο λογισμό. Αυτό όμως δεν αποτελεί μομφή κατά του σώματος, αλλά κατηγόρια εναντίον της ράθυμης ψυχής· γιατί το σώμα είναι όργανο, και το όργανο δεν το αποστρέφεται κανείς ούτε το μισεί, αλλά μισεί εκείνον που κακώς το μεταχειρίζεται. Όπως και το μαχαίρι δεν το μισούμε ούτε το τιμωρούμε, αλλά τιμωρούμε το φονιά. Ωστόσο -επιμένουν να ισχυρίζονται- και αυτό ακόμα αποτελεί κατηγόρια του σώματος, το ότι δηλαδή χαρακτηρίζονται τα αμαρτήματα της ψυχής με την ονομασία της σάρκας.
Όμως εγώ, αν και το σώμα είναι κατώτερο από τη ψυχή, ομολογώ ότι επίσης και αυτό είναι καλό. Γιατί το λιγότερο καλό είναι και αυτό καλό -το κακό όμως δεν είναι απλά και μόνο μια κατώτερη βαθμίδα του καλού, αλλά είναι αντίθετο προς αυτό. Εσύ βέβαια, αν είσαι σε θέση ν' αποδείξεις, ότι η κακία δημιουργείται από το σώμα, τότε μπορείς να κατηγορείς το σώμα' εάν όμως μόνο και μόνο από την ονομασία επιχειρείς να τα διαβάλλεις, τότε θα πρέπει να κατηγορείς και τη ψυχή· αφού και αυτός που είναι στερημένος από την αλήθεια ονομάζεται «ψυχικός άνθρωπος» (Α' Κορ. 2, 14) και τα πλήθη των δαιμόνων λέγονται «πνεύματα πονηρίας» (Εφεσ. 6, 12).
Και πάλι με το όνομα της σάρκας συνηθίζει να ονομάζει η Γραφή και τα μυστήρια και ολόκληρη την Εκκλησία όταν λέει ότι είναι «σώμα του Χριστού» (Εφεσ. 1,23). Και εάν θέλεις ακόμα να θεωρείς επιτεύγματα αποκλειστικά της ψυχής αυτά που γίνονται με αυτή, διάγραψε με το νου τις αισθήσεις και τότε θα δεις τη ψυχή να μένει έρημη από κάθε γνώση, χωρίς να μπορεί να γνωρίσει τίποτε. Γιατί, εάν «τα αόρατα του Θεού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1, 20), πώς θα μπορούσαμε να δούμε χωρίς τα μάτια;
Και, εάν «η πίστις εξ ακοής» (Ρωμ. 10, 17), πώς θα μπορούσαμε να ακούσουμε χωρίς τα αυτιά; Αλλά μήπως και το κήρυγμα και η περιοδεία δεν κατορθώνονται με τη γλώσσα και με τα πόδια; «Πώς γαρ κηρύξουσιν, εάν μη αποσταλώσι» (Ρωμ. 10, 15); Ακόμα και το γράψιμο γίνεται με το χέρι· βλέπεις λοιπόν ότι η υπηρεσία του σώματός μας γίνεται αιτία μυριάδων αγαθών;
Όταν λοιπόν λέει, «η σάρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος», μιλάει για δύο φρονήματα· αυτά είναι που έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, δηλαδή η αρετή και η κακία, όχι η ψυχή και το σώμα. Γιατί αν αυτά ήταν αντίθετα μεταξύ τους, τότε θα έπρεπε και να αφανίζει το ένα το άλλο, όπως η φωτιά αφανίζει το νερό και το σκοτάδι το φως.
Η ψυχή όμως φροντίζει για το σώμα και με πολλούς τρόπους προνοεί γι' αυτό και μύρια υποφέρει, ώστε να μη το εγκαταλείψει και προβάλλει αντίσταση, όταν αποχωρίζεται απ' αυτό. Και το σώμα πάλι υπηρετεί την ψυχή και της προσκομίζει πολλή γνώση και από την κατασκευή του είναι προσαρμοσμένο στην ενέργειά της. Άρα πως θα μπορούσαν αυτά τα δύο να ήταν ενάντια μεταξύ τους και να αντιμάχεται το ένα το άλλο; εγώ αντίθετα όχι μόνο δεν τα βλέπω να είναι ενάντια, αλλά τα βλέπω να ομονοούν πάρα πολύ μεταξύ τους και πάνω στη πράξη να υποστηρίζει το ένα το άλλο.
Δεν λέει λοιπόν γι' αυτά ότι βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά παρουσιάζει τη διαμάχη ανάμεσα στο πονηρό και στο αγαθό φρόνημα. Γιατί το «να θέλεις» και το «να μη θέλεις» είναι ενέργειες της ψυχής. Και γι' αυτή είναι που είπε «ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. 5,16), για να μη επιτρέψεις στη ψυχή να πορεύεται κατά τις πονηρές της επιθυμίες. Μίλησε λοιπόν γι' αυτά ο Απόστολος με ακρίβεια δάσκαλου και παιδαγωγού[...].
«Φανερά δε εστί τα έργα της σαρκός, άτινά έστι πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, φαρμακεία, ειδωλολατρία, έχθραι, έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθεΐαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι, και τα όμοια τούτοις, α προλέγω υμίν, καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήοουσιν» (Γαλ. 5, 21).
Πες μου λοιπόν συ, που κατηγορείς το ίδιο σου το σώμα και νομίζεις ότι αυτά έχουν λεχθεί σαν να ήταν αυτό εχθρός και αντίπαλος, (γιατί έστω ότι σύμφωνα με την αντίληψή σας η μοιχεία και η πορνεία είναι έργα της σάρκας), εδώ, σ' αυτό το χωρίο, οι εχθρότητες και οι φιλονικίες και οι ζηλοτυπίες και οι ραδιουργίες και οι αιρέσεις και οι μαγείες πως θα μπορούσαν να ήταν έργα του σώματος, αφού αυτά, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα, είναι έργα μόνο διεφθαρμένης προαιρέσεως;
Βλέπεις λοιπόν ότι δεν μιλάει εδώ για το σώμα αλλά για το χοϊκό φρόνημα που σέρνεται χαμηλά, γι' αυτό το λόγο και φοβερίζει λέγοντας, ότι «οι τα τοιαύτα πράσσοντες βαοιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι (Γαλ. 5, 21). Αν όμως αυτά ήταν έργα διεφθαρμένης φύσεως και όχι διεστραμμένης προαιρέσεως, τότε δεν θα έπρεπε να πει «πράττουν αλλά «πάσχουν. Να για ποιό λόγο αυτοί που κάνουν τέτοιες πράξεις ξεπέφτουν και από τη Βασιλεία· γιατί τα στεφάνια και οι τιμωρίες δεν ταιριάζουν σ' ό,τι γίνεται εκ φύσεως (και επομένως αναγκαστικά) αλλά εκ προαιρέσεως, και άρα ελεύθερα. Γι' αυτό ακριβώς και προαναγγέλλει ο Παύλος βραβεία και τιμωρίες.
Υπόμνημα στην προς Γαλατάς. Κεφ. Ε.
(Απόδοση: Ιάκωβος Μάινας)