Μου το λεγες από παλιά...θ' αλλάξω,
πρόσεχε, δεν θα με γνωρίσεις, το καλοκαίρι αυτό θα είναι το τελευταίο.
Άγρια η ματιά , θολό το βλέμμα
τα χέρια πέρα- δώθε λες κι' έδινες πόλεμο με το άγνωστο.
Κι' εγώ, θεατής,
δεν πίστευα στις νιότης τα λόγια, κοροϊδευα τον χρόνο μου.
Αλλά ήρθε η ώρα που ένοιωσα τον πόνο,
Ρομφαία!
Πικρό ποτήρι,δύσκολο ας μη το γευτεί κανείς,
ακόμη το κοιτάζω, δεν λέει ν' αδειάσει.
Τι πίκρα Θεέ μου...
Το κώνειο που ήπιε ο Σωκράτης σαν αμβροσία θε να μοιάζει.
Είναι ακόμη κι' άλλο που πρέπει να πιω;
Είχες τη δύναμη στον κήπο της Γεσθημανή, όταν λύγισες και είπες <απελθετω από εμένα τούτο το ποτήρι>,
μετά όμως συνέχισες, <ότι όπως θέλεις εσύ Πατέρα...>
Τώρα που ήρθε η σειρά μου τι να πω;
Δεν θέλω να...πιω άλλο;
Και πάλι αν είναι να πιω και την τελευταία σταγόνα μη φύγεις, μείνε δίπλα μου.
Σε θέλω κοντά μου να μου σφουγγίζεις τον ιδρώτα, να μου σκουπίζεις τα μάτια
γιατί νομίζω ότι θα...αποκάμω.
Αναδημοσίευση απο το περιοδικό Ορθοδοξία