Θεέ μου! Εμάς τους ασήμαντους, τους αδύναμους, τους αμαρτωλούς, μας ονομάζεις φίλους Σου Εσύ, ο μεγάλος, ο παντοδύναμος, ο αναμάρτητος Θεός, ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος.
Τι δεν πρέπει, λοιπόν, πρόθυμα να υπομείνουμε για μια τέτοια φιλία, όταν για φιλία ανθρώπινη πολλές φορές διακινδυνεύουμε και τη ζωή μας; Και όμως, τίποτα δεν υπομένουμε, καθόλου δεν αγωνιζόμαστε, καμιάν εντολή του Χριστού δεν εκτελούμε.
Πραγματικά, πρέπει να κλαίμε και να πενθούμε για το κατάντημά μας. Στερήσαμε οι ίδιοι τον εαυτό μας από την ελπίδα της σωτηρίας.
Ο Θεός μας κάλεσε στον ουρανό , μα εμείς προτιμήσαμε τον άδη. Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της τιμής που μας έκανε. Ύστερ' από τις τόσες ευεργεσίες Του, φανήκαμε αχάριστοι αλλά και ασύνετοι. Αφήσαμε τον διάβολο να μας γυμνώσει από' όλες τις θεϊκές δωρεές.
Κι έτσι, εμείς, που αξιωθήκαμε να είμαστε παιδιά και αδέλφια και κληρονόμοι του Θεού ,δεν ξεχωρίζουμε καθόλου από τους εχθρούς Του, που χλευάζουν τη μεγαλοσύνη Του και καταπατούν τον νόμο Του. «Αλίμονο, ψυχή μου!», αναφωνώ μαζί με τον προφήτη. «Χάθηκε η ευσέβεια από τη γη.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος