- Γιατί, Γέροντα, μου περνούν στο μοναστήρι διάφοροι κακοί λογισμοί, ενώ στον κόσμο δέν γινόταν αυτό; Έγώ τους επιτρέπω;
- Όχι, ευλογημένη! Άσ' τους να ερχωνται και νά φεύγουν. Μήπως τα αεροπλάνα πού περνούν πάνω από το μοναστήρι και σου χαλούν τήν ησυχία σέ ρωτούν; Έτσι και αυτοί οι λογισμοί. Μήν απελπίζεσαι. Αυτοί οι λογισμοί είναι κανοναρχίσματα τού διαβόλου. Είναι σαν τα διαβατάρικα πουλιά πού, όταν πετούν στον ουρανό, είναι πολύ όμορφα νά τά χαζεύης. Αν όμως κατεβούν και κάνουν φωλιά στό σπίτι σου, μετά κάνουν πουλάκια, και τά πουλάκια λερώνουν.
- Γιατί όμως, Γέροντα, νά μού ερχωνται τέτοιοι λογισμοί;
- Αυτήν τήν δουλειά τήν κάνει ό πειρασμός. 'Αλλά υπάρχει μέσα σου και κατακάθι δεν έγινε ακόμη ή κάθαρση. Εφόσον όμως εσύ δέν τους δέχεσαι, δέν έχεις ευθύνη. Άφησε τά σκυλιά νά γαυγίζουν. Μήν τους ρίχνης πολλές πέτρες. Γιατί, όσο τους ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν νά γαυγίζουν και άπό τις πολλές πέτρες θά χτίσουν μοναστήρι ή σπίτι, ανάλογα..., και ύστερα δύσκολα να το γκρεμίσης.
- Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στους λογισμούς;
- Όταν τους πιπιλίζης σαν καραμέλα. Να προσπαθήσης να μην πιπιλίζης τους λογισμούς αυτούς πού είναι άπ' εξω ζαχαρωμένοι καί μέσα φαρμάκι, και ύστερα απελπί- ζεσαι.
Το να περνούν λογισμοί κακοί από τον άνθρωπο δεν είναι ανησυχητικό, γιατί μόνο στους Αγγέλους καί στους τελείους δεν περνούν λογισμοί κακοί. Ανησυχητικό είναι, όταν ό άνθρωπος ισοπέδωση ένα κομμάτι της καρδιάς του καί δέχεται τά λυκόφτερα - τα ταγκαλάκια.
Έάν καμμιά φορά συμβή καί αυτό, αμέσως εξομολόγηση, καλλιέργεια του αεροδρομίου καί φύτεμα καρποφόρων δένδρων, για νά γίνη ή καρδιά πάλι Παράδεισος
ΠΑΙΣΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ