«Οι σημερινοί καιροί μας έφεραν σωρεία από γυμνούς και αστέγους. Ένα πλήθος στέκεται μπροστά στη θύρα του καθενός. Παντού βλέπετε το χέρι να είναι απλωμένο και να ζητά ...;
Σ' αυτούς σπίτι είναι η ύπαιθρος, καταφύγιο οι στοές και τα σταυροδρόμια και τα πιο εγκαταλελειμμένα μέρη της αγοράς. Σαν τα νυχτοπούλια και τις κουκουβάγιες που φωλιάζουν στις τρύπες.
Τα ρούχα τους είναι κουρελιασμένα. Έσοδά τους είναι οι καλές διαθέσεις των φιλανθρώπων· τροφή τους ο,τιδήποτε πέσει από τους περαστικούς· ποτό τους η πηγή της πόλεως, όπως ακριβώς και για τα ζώα· κύπελλό τους οι άδειες παλάμες· θησαυρός τους η τσέπη τους, όταν δεν έχει τρύπες και κρατάει ο,τι της βάζουν μέσα· τραπέζι τους τα ενωμένα γόνατά τους· κρεβάτι τους το χώμα· λουτρό τους ο απέριττος ποταμός ή η λίμνη που ο Θεός έδωσε για όλους.
Η ζωή τους είναι πλανόδια και πρωτόγονη όχι γιατί ήταν έτσι απ' την αρχή, αλλά εξ αιτίας ατυχημάτων και ανάγκης».