Η Ελληνική Επανάσταση, ως επιστέγασμα της αυγής και αναγέννησης του Νέου Ελληνισμού, αποτελεί ένα από τους πιο ένδοξους και σπουδαίους σταθμούς της ιστορικής μας πορείας.
Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ένας λαός, με τον πολιτισμό του και την ψυχή του ακέραια, ανακτά την ελευθερία του και την πολιτική του οντότητα μετά από μακρά περίοδο δουλείας που δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του, πραγματοποιώντας μερικώς τους σκοπούς του με την δημιουργία ελληνικού κράτους.
Η σημασία του Εικοσιένα και των χρόνων που προηγούνται έγκειται, πιστεύω, στο ότι ο Ελληνισμός δίνει ιστορικά την απάντηση στο πως μπορεί να συνυπάρξει στον νεώτερο κόσμο, αυτόν της αποικιοκρατίας και των δυτικών γιγάντων, κατορθώνοντας με τρόπο θαυμαστό, και μάλιστα έναντι ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου, ο,τι δεν κατάφερε στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, όπου η αυτοκρατορία του, παρά την πνευματική ακμή της, εσωστρεφώς και αμήχανα, θα συρρικνωθεί και θα καταρρεύσει ολότελα, θα 'λεγε κανείς, υπό το βάρος της τεράστιας κληρονομιάς της.
Όμως «η Ελλάς συνετάφη τω Χριστώ ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά τούθ' ένεκα και ανέστη ως εκείνος, ου τον σταυρόν ήρατο πρώτη»1.
Η πτώση του Βυζαντίου δεν θα σημάνει και την κατάλυση της Εκκλησίας, παρά τους εξισλαμισμούς και τις θυσίες. Αντιθέτως η Ιεραρχία της επωμίζεται τώρα εθναρχικό ρόλο και καθίσταται σκέπη του Γένους, με το Πατριαρχείο ως σύμβολο ενώσεως και κέντρο εθνικής περισυλλογής μέσα στο ευρύτερο διοικητικό δίκτυο των κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.
Ο Πατριάρχης αναγνωρίζεται από τον Σουλτάνο ως «πολιτικός» και πνευματικός ηγέτης των υπόδουλων Ρωμιών και η Εκκλησία αναλαμβάνει τώρα εκτός από την ποιμαντική της αποστολή και κοσμικά καθήκοντα και δικαιοδοσίες.
Αντίστοιχα, ο ιερέας ενσάρκωνε την πνευματική κεφαλή της κοινότητας, ενός θεσμού δηλαδή βυζαντινού και απώτατα αρχαίου, που αναδεικνύεται στα χρόνια της οθωμανοκρατίας σε ζωντανό συνεκτικό πυρήνα εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, είτε αυτή αποκαλείται «το Ελληνικόν», είτε «γραικικόν», είτε «το Ρωμαίικον», καθώς ήδη από το τέλος του 11ου αιώνα και ειδικά μετά το 1204, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση και στο εξής η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική διάσταση.
Κατά τη φράση του Κόντογλου, «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, η για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη».
Με την οργάνωση λοιπόν του γένους των Ελλήνων, με την ίδια την επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με την καλλιέργεια του κοινοτικού ήθους, αλλά και ευρύτερα, μέσα στην τεράστια πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται τόσο ο μητροπολιτικός όσο και ο παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί δύναμη εθνικής συνοχής έναντι αλλοθρήσκων και ετεροδόξων.
Η Εκκλησία ορθώθηκε ως υπερασπιστικό τείχος, διακρατώντας τους Έλληνες κατ' ουσίαν πνευματικά ελεύθερους, αναζωογονώντας την παράδοση και ενισχύοντας το εθνικό όραμα.
Δεν μπορούμε εδώ να μην παρατηρήσουμε πόσο μεγάλο χάσμα χωρίζει αυτήν την αρμοδιότητα της μεσιτείας προς τον κατακτητή από το πως αντιλήφθηκε την κοσμική εξουσία ο παπισμός στη Δύση, όπως επίσης εκείνο που διακρίνει τους αγώνες των Ελλήνων από τους ιερούς πολέμους του Ισλάμ η των Σταυροφόρων.
«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού / και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, / που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης», καθώς διατυπώνεται στον Σεφέρη. Και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα σημειώσει: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην.»
«Σαν μία βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό.».
Και πράγματι, ενώ όλα σχεδόν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα είχαν ως στόχο την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη, εδώ ο αγώνας συντελείται με την Ιεραρχία πρωτοστατούσα.
Η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ωρίμασαν λοιπόν ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου.
Κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη, και μια από τις πρωτογενείς πηγές του αγώνα, «πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς· αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. [...] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ο,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει [...] και [...] είπαν πολλά εναντίον του».
Μολονότι λοιπόν οι ιστορικές μαρτυρίες δεν είναι αυθερμήνευτες, συνεξετάζοντας τις αμεσότερες πηγές του αγώνα όπως αυτή, δηλαδή τα απομνημονεύματα των ίδιων των αγωνιστών, αλλά και τις διακηρύξεις, τα συντάγματα, τις επιστολές και το λοιπό αρχειακό υλικό, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν στο κοινό αίτημα «να ζήσουν [οι Έλληνες] ως άνθρωποι 'ς αυτή την πατρίδα και μ' αυτήν την θρησκείαν», κατά την απαράμιλλη διατύπωση του Μακρυγιάννη.
Σε άλλο έργο του Φωτάκου2 πάλι διαβάζουμε: «Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως [...], διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Έθνος των δια να επαναστατήση,
συνεχεια στη
ΡΟΜΦΑΙΑ