Εκτός από τα κτισίματα μεριμνούσε συγχρόνως και για όσους είχαν ανάγκη. Και αυτοί ήταν πολλοί. Στα χωριά της Κόνιτσας υπήρχε τότε μεγάλη φτώχεια, εγκατάλειψη, δυστυχία. Ο Γέροντας συγκέντρωνε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα και φάρμακα, τα έκανε δέματα και τα έστελνε σε ανθρώπους που στερούνταν.
Στο έργο της φιλανθρωπίας είχε ως βοηθούς ευλαβείς γυναίκες. Όσες είχαν την διάθεση τις έστελνε να υπηρετούν άτομα ανήμπορα, κυρίως γεροντάκια, που δεν είχαν κανένα συγγενή κοντά τους. Είχε πάρει άδεια από την αστυνομία και σε κάθε γειτονιά της Κόνιτσας είχε αφήσει από ένα κουμπαρά και ώρισε και έναν υπεύθυνο. Υπήρχε και ένας επί πλέον κουμπαράς έξω από το Αστυνομικό Τμήμα. Έκανε επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα χρήματα, και πρόσφεραν ανάλογα με τις ανάγκες. Ενδιαφέρθηκε για φτωχά και ορφανά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Τα παρέπεμπε στα κατάλληλα πρόσωπα αλλά τα βοηθούσε και ο ίδιος οικονομικά, όσο μπορούσε.
Πολλοί από αυτούς είναι σήμερα επιστήμονες και ευγνωμονούν τον Γέροντα. Έδινε τα κτήματα της Μονής σε φτωχές οικογένειες να τα καλλιεργούν. Ενοίκιο δεν ζητούσε. Τούς έλεγε, αν έχουν καλή σοδειά, να προσφέρουν στο Μοναστήρι ό,τι ήθελαν.
Αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά, δεν ζητούσε τίποτε. Όσες φορές η αδελφή του Χριστίνα πήγαινε ρούχα ή τρόφιμα, δεν τα δεχόταν. Της έλεγε να τα πάη σε οικογένειες, που γνώριζε ότι στερούνταν.