«Αν η Πολιτεία αποφασίσει να διακόψει τη μισθοδοσία των κληρικών τότε θα πρέπει να επιστρέψει στην Εκκλησία την περιουσία που αυτή έχει δώσει στο Κράτος».
Με αυτά τα λόγια μητροπολίτες που μίλησαν στα «ΝΕΑ» επανέλαβαν με κατηγορηματικό τρόπο - μετά την πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τάσου Κουράκη για διακοπή της μισθοδοσίας των κληρικών και επιβολή «εκκλησιαστικού φόρου» για την πληρωμή τους - την πάγια θέση της Ιεραρχίας: ότι δηλαδή η μισθοδοσία του κλήρου αποτελεί για την Εκκλησία κόκκινη γραμμή, προσθέτοντας με νόημα ότι δεν είναι εύκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να την παραβιάσει.
Οπως λένε, η μισθοδοσία των κληρικών αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Πολιτείας απέναντι στην Εκκλησία. Αυτή ξεκινάει, όπως υποστηρίζει η Εκκλησία, το 1833, με τη διάλυση 412 μοναστηριών, την παραχώρηση εκκλησιαστικής περιουσίας στο Κράτος, την επιβολή φορολογίας στις υπόλοιπες μονές και τη σύσταση Εκκλησιαστικού Ταμείου για τη μισθοδοσία του κλήρου.
Η υποχρέωση πληρωμής των μισθών επαναβεβαιώνεται το 1952 με την υπογραφή σύμβασης μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Αυτή προέβλεπε ότι η κυβέρνηση προχωρούσε στην απαλλοτρίωση 141.333 στρεμμάτων αγρών, 601.544 στρεμμάτων βοσκοτόπων και 32.043 άλλων κτημάτων της Εκκλησίας «προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων».
Η Εκκλησία έπαιρνε ως αντάλλαγμα 164 αστικά ακίνητα (αξίας 82 δισ. δρχ.) και χρηματικό ποσό 15 δισ. δρχ. Και, όπως υποστηρίζει η Εκκλησία, συμφωνήθηκε επίσης η Πολιτεία να πληρώνει τους μισθούς των ιερέων.
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - εξηγεί στα «ΝΕΑ» ότι όχι μόνο δεν είναι δυνατή η διακοπή της μισθοδοσίας, καθώς η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη με σύμβαση να την καταβάλλει, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί η παύση της σε περίπτωση που αποφασιστεί.
Το Δημόσιο. «Για να διακοπεί η μισθοδοσία θα πρέπει να καταργηθεί η φορολόγηση της Εκκλησίας, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που φορολογείται έως σήμερα. Θα πρέπει να καταργηθούν όλοι οι αυτοί οι φόροι που πληρώνει η Εκκλησία ή να αναθεωρηθούν. Σήμερα η Εκκλησία φορολογείται σαν να είναι εταιρεία και όχι σαν Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου», λέει ο κ. Χρυσόστομος. Γνώστης του θέματος ο μητροπολίτης - άλλωστε η εισήγησή του στο συνέδριο της Θεσσαλονίκης Εκκλησία και Αριστερά αφορούσε ακριβώς το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και μισθοδοσίας, προσθέτει ότι αν διακοπεί η μισθοδοσία των κληρικών, που αποτελεί συμβατική υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου, η Πολιτεία θα πρέπει να επιστρέψει στην Εκκλησία την περιουσία της.
«Τι θα γίνει με την περιουσία; Δεν θα πρέπει να επιστραφεί; Ή να γίνει επιστροφή χρημάτων στην Εκκλησία; Μπορούμε όμως να το κάνουμε αυτή τη στιγμή; Συμφέρει το ελληνικό Δημόσιο;» διερωτάται. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος, ο οποίος πριν από μερικές εβδομάδες εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Η Εκκλησιαστική περιουσία, η μισθοδοσία του ιερού κλήρου, η εκκλησιαστική εκπαίδευσις και η σημερινή ιεραρχία».
«Το Κράτος πρέπει να συνεχίσει να μισθοδοτεί τους κληρικούς διότι πήρε την εκκλησιαστική περιουσία. Αν την επιστρέψει τότε να τη διακόψει», λέει με κατηγορηματικό τρόπο. Και συνεχίζει: «Υπάρχει συμφωνία Κράτους - Εκκλησίας γι' αυτό το θέμα. Είναι υποχρέωση του Κράτους να πληρώνει τους ιερείς. Αλλωστε υπάρχει συνέχεια στην Πολιτεία. Πρέπει να τους πληρώνει, όπως πληρώνει τους κοινωνικούς λειτουργούς...». Για να επιστρέψει, λέει, η Πολιτεία την περιουσία θα πρέπει να διαθέσει «όλο τον... προϋπολογισμό. Και πάλι δεν θα μπορέσει να εξοφλήσει την Εκκλησία».
Αυτό υποστηρίζει και στο βιβλίο του. Λέει ότι η μισθοδοσία του κλήρου όχι μόνο δεν πρέπει να αποτελεί φιλανθρωπική ή χαριστική πράξη από την Πολιτεία προς την Εκκλησία, «τουναντίον, αποτελεί υπέρτατη, ουχί απλώς ηθική και εθνική, αλλά κυρίως και πρωτίστως νομική υποχρέωσιν και διακρατική συμφωνίαν του Κράτους μετά της Εκκλησίας και των λειτουργών αυτής».
Και αυτό, εξηγεί, διότι η Πολιτεία «αβιάστως και με την ιδική της πάντοτε πρωτοβουλίαν απεδέχθη και υπέγραψε "φαρδιά - πλατιά" την υποχρέωσιν της καταβολής της μισθοδοσίας του ιερού κλήρου το έτος 1952».
Ο Αρχιεπίσκοπος.
Στην πρόσφατη πολιτική αντιπαράθεση που προκλήθηκε μετά την πρόταση Κουράκη η Ιεραρχία δεν πήρε θέση διότι η άποψη του βουλευτή δεν αποτελεί επίσημη θέση του κόμματός του.
Εκτιμάται ότι η Εκκλησία δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε ένα θέμα που θεωρεί λυμένο και διευθετημένο εδώ και δεκαετίες.
Τον περασμένο Ιούλιο πάντως ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε επαναδιατυπώσει την πάγια θέση της Εκκλησίας για τη μισθοδοσία των κληρικών σε επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς. Ηθελε να απαντήσει σε δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου σχετικά με το θέμα της μισθοδοσίας και της φορολόγησης της Εκκλησίας.
«Η μισθοδοσία των κληρικών καταβάλλεται από το Δημόσιο ως συμβατική υποχρέωσή του, την οποία ανέλαβε από το 1833 έναντι της Εκκλησίας, εφόσον το 65% (2/3) της τότε αγροτικής και αστικής περιουσίας της περιήλθε σ' αυτό Εκτοτε και έως σήμερα το 96% της εναπομείνασας ως άνω περιουσίας έχει - μονομερώς (με διάφορους νόμους της Ελληνικής Πολιτείας) ή με δωρεές της Εκκλησίας - περιέλθει επίσης στο Δημόσιο» ανέφερε.
Την ίδια άποψη - σε αυστηρό τόνο - διατυπώνει και στο βιβλίο του «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου» που εκδόθηκε την περασμένη άνοιξη: «Ακούγονται σήμερα πλείστες όσες φωνές από διάφορους χώρους για διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου εκ μέρους του Δημοσίου. Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κυβέρνησις που θα επιχειρούσε το τόλμημα αυτό, ωθώντας σε δεινή περιπέτεια περίπου δέκα χιλιάδες οικογένειες και προσθέτοντας σωρεία προβλημάτων στα ήδη υπερπλεονάζοντα. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει την επιστροφή στην Εκκλησία όλης της δημευθείσης περιουσίας της ( ...)».
ΕΙΠΑΝ
«Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κυβέρνησις που θα επιχειρούσε το τόλμημα αυτό ωθώντας σε δεινή περιπέτεια περίπου δέκα χιλιάδες οικογένειες και προσθέτοντας σωρεία προβλημάτων στα ήδη υπερπλεονάζοντα. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει την επιστροφή στην Εκκλησία όλης της δημευθείσης περιουσίας της»
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
Του Μάνου Χαραλαμπάκη | Τα Νέα
πηγή
romfea