Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος δρόμος, για την μετάνοια και αυτός ειναι το πένθος. Ούτε και γι' αυτό χρειάζεται κόπος. Δεν σού ζητάω να ταξιδέψεις στα πέλαγα, να φτάσεις σε μακρινά λιμάνια, να κάνεις οδοιπορία, να ξοδέψεις χρήματα, να παλέψεις με τ' άγρια κύματα. Αλλά τι; Να πενθήσεις για την αμαρτία. Και από που ξέρω, θα με ρωτήσεις πάλι, πως, αν πενθήσω, σβήνω την αμαρτία; Έχεις και γι' αυτό απόδειξη από τη Γραφή.
Ήταν ένας βασιλιάς που λεγόταν Αχαάβ θέλησε να πάρει το αμπέλι κάποιου Ναβουθαί από την πόλη Ιεζράελ, δίνοντάς του ως αντάλλαγμα άλλο αμπέλι ή χρήματα. Μα ο Ναβουθαί δεν του το πουλούσε, γιατί ήταν πατρική του κληρονομιά. Ο βασιλιάς από τη λύπη του δεν ήθελε ούτε να φάει. Τότε η βασίλισσα Ιεζάβελ, η αδιάντροπη και μιαρή, τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί στενοχωριέσαι και δεν τρως; ... Σήκω, φάε, σύνελθε. Εγώ θα σού δώσω το αμπέλι του Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7).
Παίρνει, λοιπόν, και γράφει στο όνομα του βασιλιά μιάν επιστολή σ' όλους τους πρεσβυτέρους της Ιεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία και παρουσιάστε ψευδομάρτυρες εναντίον του Ναβουθαί, που να πούν ότι βλαστήμησε τον Θεό και τον βασιλιά» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τι νηστεία ήταν αυτή! Νηστεία γεμάτη ανομία. Κήρυξαν νηστεία για να κάνουν φόνο!
Και τι έγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ο Ναβουθαί και πέθανε. Σαν το 'μαθε η Ιεζάβελ, λέει στον Αχαάβ: «Σήκω να κληρονομήσεις το αμπέλι του Ναβουθαί, γιατί δεν είναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι εκείνος, ενώ στην αρχή λυπήθηκε, ύστερα πήγε να πάρει το αμπέλι. Τότε ο Θεός του έστειλε τον προφήτη Ηλία, λέγοντας: «Πήγαινε και πες στον Αχαάβ: Επειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι' αυτό ο Κύριος λέει, ότι στον τόπο, όπου τα γουρούνια και τα σκυλιά έγλειψαν το αίμα του Ναβουθαί, εκεί θα γλείψουν και το δικό σου αίμα και οι πόρνες θα λουστούν στο αίμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10).
Θεόσταλτη η οργή, τέλεια η απόφαση, πλήρης η καταδίκη. Και κοίτα που τον στέλνει - στο αμπέλι όπου διαπράχθηκε το έγκλημα, εκεί και επιβάλλεται, η τιμωρία. Και όταν είδε ο Αχαάβ τον προφήτη Ηλία, τι είπε; «Με βρήκες, εχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ένοχος είμαι, γιατί αμάρτησα, και μ' έπιασες τώρα έχεις την ευκαιρία να με περιφρονήσεις. «Με βρήκες, εχθρέ μου». Γιατί εχθρός του Αχαάβ ο Ηλίας; Γιατί ο προφήτης ασκούσε πάντα έλεγχο στον βασιλιά για τις πράξεις του. «Σε βρήκα», του λέει. Και του αναγγέλλει τη θεική απόφαση: «Να τι λέει ο Κύριος: Επειδή σκότωσες και κληρονόμησες και αίμα αθώου έχυσες, θα χυθεί και το δικό σου αίμα και θα το γλείψουν τα σκυλιά και θα λουστούν σ' αυτό οι πόρνες».
Τ' άκουσε ο βασιλιάς και ταράχθηκε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Συναισθάνθηκε την αδικία που έκανε, κατανύχθηκε, έκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τον χιτώνα του κι έβαλε σάκκο, σε ένδειξη πένθους. Γι' αυτό και ο Θεός ακύρωσε την απόφασή Του, αφού πρώτα όμως απολογήθηκε στον Ηλία, για να μην πάθει ο προφήτης ο,τι είχε πάθει ο Ιωνάς.
Θυμάστε τι είχε γίνει με τον Ιωνά; Του είπε ο Θεός: «Σήκω και πήγαινε στη Νινευή, την πόλη τη μεγάλη, και κήρυξε εκεί ... Τρεις μέρες ακόμα, και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιων. 1, 2 + 3, 4). Ο Ιωνάς, γνωρίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, δεν ήθελε να πάει. Και τι έκανε; Δοκίμασε να ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: "Εγώ πάω να κηρύξω ο Θεός όμως, καθώς είναι σπλαχνικός, αλλάζει γνώμη και δεν τους τιμωρεί και τότε θα με θανατώσουν σαν ψευδοπροφήτη". Κατέβηκε, λοιπόν, λέει η Γραφή, ο Ιωνάς στην Ιόππη, βρήκε ένα πλοίο, που είχε προορισμό τη Θαρσίς, πλήρωσε το ναύλο του και μπήκε μέσα. (Ιων. 1, 3).
Για που το ΄βαλες Ιωνά; Σ' άλλον τόπο πας; Αλλά «του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα τη γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στη θάλασσα; Αλλά «δική Του είναι η θάλασσα και Αυτός την έφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στον ουρανό; Αλλά δεν άκουσες τον Δαβίδ που λέει, «θα κοιτάξω τους ουρανούς, που είναι καμωμένοι από τα δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ο φόβος, ωστόσο, τον έκανε να φύγει - έτσι νόμιζε γιατί το να ξεφύγει κανείς πραγματικά από τον Θεό είναι αδύνατο.
Όταν, όμως, η θάλασσα τον έφερε πάλι στην ξηρά, ήρθε στη Νινευή και κήρυξε: «Τρεις μέρες ακόμα, και η Νινευή θα καταστραφή» (Ιων. 3, 4). Και σαν είδε πως πέρασαν τρεις μέρες και τίποτα δεν έγινε απ' όσα απείλησε ο Θεός, προσευχήθηκε, εκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ακριβώς δεν θέλησα να υπακούσω σ' Εσένα, όταν ήμουνα στη χώρα μου, γιατί ήξερα πως είσαι σπλαχνικός και πονετικός, μακρόθυμος και πολυέλεος, και ανακαλείς την απόφασή σου να τιμωρήσεις τους ανθρώπους για τις κακίες τους» (Ιων. 4, 2).
Για να μην πάθει, λοιπόν, και ο Ηλίας ο,τι έπαθε ο Ιωνάς, ο Θεός του φανέρωσε την αιτία για την οποία συγχώρησε τον Αχαάβ: «Είδες τη συντριβή του Αχαάβ μπροστά μου; Όσο, λοιπόν, ζεί, δεν θα στείλω την τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Άλλο και τούτο! Ο κύριος γίνεται συνήγορος του δούλου. Ο Θεός απολογείται σ' έναν άνθρωπο γι' άλλον άνθρωπο. Μη νομίζεις, του λέει πως τον συγχώρησα χωρίς λόγο. Όχι. Επειδή άλλαξε τον τρόπο της ζωής του, άλλαξα κι εγώ στάση απέναντί του κι έδιωξα την οργή μου. Αυτό δεν σημαίνει πως εσύ θα θεωρηθείς ψευδοπροφήτης. Γιατί είπες την αλήθεια. Αν εκείνος δεν άλλαζε τρόπο ζωής, θα τον τιμωρούσα, όπως είχα αποφασίσει. Τώρα, όμως, που πένθησε και θρήνησε, τον συγχωρώ.
Βλέπεις που το πένθος σβήνει τις αμαρτίες;
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος