«Μεγάλο πράγμα είναι ο άνθρωπος μα πιο μεγάλο και πολύτιμο πράγμα είναι ο ελεήμων άνθρωπος», φωνάζει ο Σολομών (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα είναι τα φτερά της ελεημοσύνης. Σκίζει τον αέρα, περνάει τη σελήνη, αφήνει πίσω της τον ήλιο και φτάνει στα ουράνια. Μα μητ' εκεί στέκεται. Περνάει και τον ουρανό, παραμερίζει και τις αγγελικές δυνάμεις και έρχεται μπροστά στον θρόνο του Κυρίου. Μάθε το από την Αγία Γραφή, όπου ο άγγελος εκείνος, που παρουσιάστηκε στον ευσεβή και ελεήμονα εκατόνταρχο Κορνήλιο, του είπε:
«Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως τον Θεό» (Πραξ. 10, 4). Τι σημάινει αυτό; Ότι, κι αν έχεις πολλές αμαρτίες, συνηγορεί για σένα στον Θεό η ελεημοσύνη. Μη φοβάσαι, γιατί καμμιά δύναμη δεν μπορεί να της εναντιωθεί. Έχει γραμμάτιο στα χέρια της και απαιτεί εξόφληση του χρέους. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Όποιος κάνει μια καλοσύνη σ' έναν από τους άσημους αδελφούς μου, σ' εμένα την έκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Όσες αμαρτίες κι αν έχεις, επομένως, η ελεημοσύνη σου είναι πιο βαρειά και τις αντισταθμίζει όλες.
Δεν πρόσεξες στο Ευαγγέλιο την παραβολή των δέκα παρθένων; Εκείνες που ασκούσαν την παρθενία αλλά δεν είχαν ελεημοσύνη, έμεναν έξω από τη γιορτή του γάμου. Γιατί, από τις δέκα, οι πέντε ήταν συνετές και οι πέντε άμυαλες. Οι συνετές είχαν πάρει λάδι για τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες δεν είχαν πάρει, και γι' αυτό τα λυχνάρια τους άρχισαν να σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι από τις συνετές. Εκείνες όμως αποκρίθηκαν: «Όχι, γιατί δεν θα φτάσει ούτε για μας ούτε για σας» (Ματθ. 25, 9). Δεν αρνήθηκαν από ασπλαχνία ή κακία, αλλ' από έλλειψη χρόνου, γιατί ερχόταν ήδη ο γαμπρός, και από φόβο, μήπως μείνουν όλες έξω. Και τις συμβούλεψαν: «Καλύτερα να πάτε σ' εκείνους που πουλάνε λάδι και ν' αγοράσετε για τα λυχνάρια σας». Είχαν κι αυτές λυχνάρια, αλλά δεν είχαν λάδι.
Το λυχνάρι είναι η παρθενία, το λάδι η ελεημοσύνη και όπως το λυχνάρι, αν δεν τροφοδοτηθεί με λάδι, σβήνει, έτσι και η παρθενία, αν δεν έχει ελεημοσύνη, απαξιώνεται. Ποιοί, όμως, είναι εκείνοι που πουλάνε αυτό το λάδι; Οι φτωχοί. Και πόσο το πουλάνε; Όσο θέλεις. Η τιμή δεν είναι καθορισμένη, κι έτσι δεν μπορείς να φέρεις σαν δικαιολογία τη δική σου φτώχεια. Έχεις μόνο έναν οβολό; Αγόρασε τον ουρανό όχι γιατί είναι φτηνός ο ουρανός, αλλά γιατί είναι φιλάνθρωπος ο Θεός. Δεν έχεις ούτε έναν οβολό; Δώσε ένα ποτήρι κρύο νερό γιατί «και όποιος δώσει σ' έναν απ' αυτούς τους άσημους ένα ποτήρι κρύο νερό για χάρη μου, αλήθεια σας λέω, θα λάβει την αμοιβή του», είπε ο Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Εμπόρευμα είναι ο ουρανός κι εμείς αμελούμε. Δώσε ψωμί και πάρε παράδεισο. Δώσε μικρά και πάρε μεγάλα. Δώσε πρόσκαιρα και πάρε αιώνια. Δώσε φθαρτά και πάρε άφθαρτα. Αν υπήρχε ένα παζάρι, όπου θα μπορούσες να βρείς άφθονα και πολύ φτηνά πράγματα, δεν θα πουλούσες ο,τι έχεις, δεν θα έκανες ο,τι περνάει από το χέρι σου, για ν' αγοράσεις τα εμπορεύματα εκείνα; Πως, λοιπόν, για τα φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ενώ για το αθάνατο εμπόρευμα αμελείς και αδιαφορείς;
Δώσε στους φτωχούς, και, αν εσύ σωπαίνεις την ώρα της Κρίσεως, αναρίθμητα στόματα θα απολογούνται για σένα γιατί η ελεημοσύνη θα είναι εκεί και θα συνηγορεί για τη σωτηρία σου. Μην προφασίζεσαι φτώχεια. Η χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία ήταν πάμφτωχη, μα η φτώχεια δεν την εμπόδισε να τον φιλοξενήσει και να τον ελεήσει μ΄ ο,τι είχε. Γι' αυτό και αξιώθηκε ν' απολαύσει τους καρπούς της ελεημοσύνης της.
Ίσως θα μου πείς: "Δωσ' μου κι εμένα τον προφήτη Ηλία, και θα τον φιλοξενήσω". Γιατί ζητάς τον Ηλία; Τον Κύριο του Ηλία σού δίνω, κι εσύ δεν τον ελεείς πως θα ελεούσες τον Ηλία, αν τον έβρισκες; Ο Χριστός, ο Κύριος όλων, το είπε ξεκάθαρα: «Ο,τι κάνατε για έναν από τους άσημους αδελφούς μου, το κάνατε για μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τον Χριστό εκείνη την ημέρα, να λέει για σένα μπροστά στους αγγέλους και τον κόσμο όλο: «Αυτός στη γη με φιλοξένησε αυτός με μύριους τρόπους με περιμάζεψε». Τι παρρησία θα έχεις τότε μπροστά στους αγγέλους! Τι καύχημα μπροστά στις ουράνιες δυνάμεις!
Μεγάλο πράγμα είναι η ελεημοσύνη, αδελφοί. Και αμαρτίες εξαλείφει και την καταδίκη απομακρύνει. Ας δώσουμε, λοιπόν, στον φτωχό ψωμί. Δεν έχουμε ψωμί; Ας του δώσουμε έναν οβολό. Δεν έχουμε οβολό; Ας του δώσουμε ένα ποτήρι νερό. Δεν το ΄χουμε κι αυτό; Ας τον συμπονέσουμε για τη δυστυχία του, και θα πάρουμε την αμοιβή μας γιατί ο Θεός δεν μας αμοίβει για την πράξη, αλλά για την προαίρεσή μας.
Με όλα τούτα, όμως, ξεχάσαμε τις δέκα παρθένες, για τις οποίες μιλούσαμε. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, σ' αυτές. Οι πέντε συνετές, όπως είπαμε, έστειλαν τις πέντε άμυαλες ν' αγοράσουν λάδι. Αλλά στο μεταξύ ήρθε ο γαμπρός. Οι συνετές, που είχαν έτοιμα και αναμμένα τα λυχνάρια τους, μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου, και η πόρτα έκλεισε. Ύστερ' από λίγο έφτασαν και οι άλλες κι άρχισαν να χτυπάνε. «Άνοιξέ μας», φώναζαν στον γαμπρό. Αυτός, όμως, τους αποκρίθηκε από μέσα: «Αλήθεια σας λέω, δεν σας ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Έπειτα από τόσους κόπους, τι άκουσαν; «Δεν σας ξέρω»! Έπειτα από τόσους κόπους έμειναν έξω.
Αφού τις σαρκικές ορμές χαλιναγώγησαν, αφού στις ουράνιες δυνάμεις έμοιασαν, αφού τα κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, αφού τον μεγάλο καύσωνα υπέμειναν, αφού πάνω από τα σκάμματα πέρασαν, αφού από τη γη στον ουρανό πέταξαν, αφού το μεγάλο χάρισμα της παρθενίας απέκτησαν, αφού τις ανάγκες του σώματος καταπάτησαν, αφού την ανθρώπινη φύση λησμόνησαν, αφού στο σώμα τους ασώματα έργα πραγματοποίησαν, τότε άκουσαν: «Δεν σας ξέρω»!
Μεγάλο πράγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη αρετή η παρθενία. Όταν είναι μαζί με την αδελφή της, την ελεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, και τότε κανένα κακό δεν μπορεί να την καταβάλει. Οι πέντε άμυαλες κοπέλες δεν είχαν και την ελεημοσύνη μαζί με την παρθενία, γι' αυτό έμειναν έξω από τη γιορτή του γάμου. Τι ντροπή! Νίκησαν την ηδονή, μα νικήθηκαν από τα χρήματα. Απαρνήθηκαν τον κοσμικό βίο, μα όχι και την ύλη.
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος