Κατηφορίζαμε τον δρόμο ενός ορεινού χωριού κατάφυτο από έλατα, πλατάνια, γεμάτο από εποχιακά λουλούδια και ολόδροσες πηγές.
Μπροστά μας από την αντίθετη πλευρά τράβαγε την ανηφόρα μια γιαγιά. Ηλικιωμένη, λεπτή στ΄ανάστημα, με μαύρα ρούχα για φορεσιά. Μια μαντήλα σφιχτά δεμένη στο κεφάλι, της έκρυβε τα μαλλιά. Στο χέρια της κρατούσε μια σακούλα ...
Ποιος ξέρει τι να είχε μέσα.
-Χριστός Ανέστη γιαγιά, είπαμε όλο χαρά. Αναστάσιμη περίοδος ήταν.
Δεν μας κατάλαβε, αν και την νοιώθαμε κοντά μας.
-Χριστός Ανέστη, επαναλάβαμε.
Σήκωσε το βλέμμα της ... Βαριά η ματιά της, μισόκλειστη, αλλά τα μάτια της φαινόταν κόκκινα ...από τα δάκρυα.
-Αληθώς Ανέστη και χρόνια πολλά, μας ανταπάντησε.
-Τι κάνεις γιαγιά μένεις εδώ στο χωριό μόνιμα; της είπαμε ...
-Ναι, κάτω στην άκρη του χωριού μένω και πήρα την ανηφόρα να πάω ...
Μια στενάχωρη ατμόσφαιρα νοιώθαμε να μας σιμώνει.
-Που να πας γιαγιά;
-Να, πάω εκεί να τον κουβεντιάσω και μας έδειξε τον δρόμο που οδηγούσε στο κοιμητήριο.
-Που πας γιαγιά; είπαμε γιατί δεν είχαν καταλάβει καλά τα αυτιά μας αυτό που μας έλεγε με πόνο.
-Να τον κουβεντιάσω ... Έχασα τον γιο μου τριαντατεσσάρων χρονών και πάω να του πω.
Σοκαριστήκαμε από την αφοπλιστική αλήθεια της γιαγιάς.
Εμείς οι νεότεροι τότε είπαμε για την ελπίδα που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στο Θεό, για την προσέγγιση στην εκκλησία περισσότερο που πρέπει να γίνεται σ΄αυτές τις περιπτώσεις, για την συμμετοχή στα μυστήρια της εκκλησίας, για την ελεημοσύνη, για τα πρόσφορα και τα ονόματα στις θείες λειτουργίες ...
-Όλα αυτά τα ξέρω και τα κάνω, αλλά ο πόνος είναι μεγάλος ...
Δεν είχε περάσει πολύς χρόνος από τον θάνατο του γιου της και η ψυχή της μάνας υπέφερε, όμως πήγαινε να τον ...κουβεντιάσει!
Σκεφτήκαμε αυτούς τους νέους ισοπεδωτές των παραδόσεων του τόπου μας που θέλουν, βιάζονται κιόλας, να εφαρμόσουν την καύση των νεκρών.
Θέλουν να ισοπεδώσουν τα πάντα. Και τον νεκρό ακόμη. Και να αποδώσουν στους συγγενείς μια κούπα στάχτη. Να την κάνει τί ο συγγενής; Να την βάλει σε βάζο στο σαλόνι;
Η γιαγιά του χωριού ντυνόταν, έπαιρνε δυο λουλούδια απ΄τον κήπο, λιβάνι για το θυμιατό, λάδι για το καντήλι και πήγαινε στον τάφο του γιου της να τον...κουβεντιάσει!
Και μαζί μ΄αυτην πήγαιναν και άλλοι άνθρωποι στους δικούς τους ανθρώπους, τους κεκοιμημένους. Και κουβέντιαζαν μαζί τους, αλλά κουβέντιαζαν και με τους ζωντανούς, κουβέντιαζαν και με τον παπά που έκανε τα τρισάγια, αλλά πάνω απ όλα κουβέντιαζαν με τον Θεο...και γλύκαινε ο πόνος ...
Ανακουφιζόταν η ψυχή έστω λίγο προς το παρόν, περισσότερο αργότερα και έτσι πορεύεται η ζωή και ο θάνατος μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και όχι η στάχτη ενός ανθρώπου που μένει εγκαταλελειμμένη, μέσα σ΄ένα βάζο μόνη στη γωνιά στο σαλόνι παρέα με την υπερήφανη...μοναξιά της.
Κάνε κουράγιο γιαγιά Ασημίνα. Αυτό είναι το όνομά της.
x.
-->-->-->-->-->-->-->