Τα έργα εκείνων πού αληθινά πενθούν είναι:
το ν' απομακρύνουν το νου και τις αισθήσεις από τα γύρω φαινόμενα·
το να μην κρίνουν τον πλησίον - γιατί εκείνος πού ασχολείται μόνο με τις δικές του αμαρτίες, αποφεύγει να κρίνει το πλάσμα του Θεού·
το να μην εκδικούνται αυτόν πού τους κάνει κακό·
το να μη λυπούνται για όσα έγιναν από το συγκάτοικο τους χωρίς τη δική τους γνώμη·
το να μην κάνουν το θέλημα τους·
το να μη λένε για οποιονδήποτε ότι είναι καλός ή κακός, γιατί το θεωρούν ντροπή τους να μάθουν πώς υπάρχει κάποιος αισχρότερος άπ' αυτούς·
το να μη θέλουν να γνωρίζουν πράγματα, πού δεν τους ενδιαφέρουν
το να μην αντιδρούν, όταν τους χλευάζουν
το να μη λυπούνται, όταν τους παραβλέπουν στη γενική διανομή·
το να μην ταράζονται, όταν συκοφαντούνται για πράγμα πού δεν γνωρίζουν, αλλά να λένε αμέσως το "συγχώρησαν"·
το να μην αποδέχονται τους επαίνους, πού τυχόν τους λέει κανείς·
το να μη συγχύζονται όταν βρίζονται·
το να μην κυνηγούν τη φιλία των ισχυρών του κόσμου·
το να μη θέλουν να επιβάλουν τη γνώμη τους, ακόμα κι όταν έχουν δίκιο, ούτε να φιλονικήσουν για οτιδήποτε.
Αυτά και όσα σχετίζονται μ' αυτά, αν υπάρχουν σ' έναν άνθρωπο, φανερώνουν ότι έχει το αληθινό πένθος, ότι με τα νοερά του μάτια γνώρισε τον εαυτό του και την αδυναμία του, ότι κατάλαβε ποιο είναι το θέλημα του Θεού και ότι συνειδητοποίησε πώς δεν μπορεί ν' αρέσει στο Θεό όπως ο ίδιος νομίζει.
Γι' αυτό και αρκείται στη δική του λύπη, κλαίει για τον εαυτό του και δεν ασχολείται με το πλάσμα του Θεού, πού μέλλει εκείνος να κρίνει. Έτσι διατηρεί ακέραιη την (πνευματική) οικοδομή, πού έχτισε μέσα του το πένθος
. Γιατί ή κατά Θεό λύπη, πού του κατατρώει την καρδιά, μπορεί να εξουσιάσει τις αισθήσεις- και ακόμη, αν αντιστέκεται με νίψη, τότε διατηρεί σώα και τα αισθητήρια του νου. Δεν μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να είναι αμέριμνος ούτε να εμπιστευθεί τον εαυτό του, πριν βρεθεί μπροστά στο κριτήριο και ακούσει την απόφαση και μάθει που θα τοποθετηθεί (ή ψυχή του). και γι' αυτό, όσο βρίσκεται μέσα στο σώμα, οφείλει να κοπιάζει ακατάπαυστα.
Μακάριοι είναι εκείνοι πού δεν στήριξαν το θάρρος τους στα έργα τους, σαν ευάρεστα τάχα στον Κύριο, και γι' αυτό ντρέπονται να τον αντικρίσουν. Αυτοί πραγματικά θα δρουν ανέκφραστη παρηγοριά, επειδή πενθούν ακατάπαυστα για τους εαυτούς τους, πού δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν στην εντέλεια το θέλημα του Θεού, όπως ακριβώς Εκείνος θέλει. Όταν οι επουράνιες δυνάμεις θα δώσουν τη μαρτυρία τους γι' αυτούς, ότι δηλαδή πέρασαν (νικηφόρα) τους άρχοντες της αριστερής μερίδας, (τα εναέρια τελώνια), τότε πια θα μνημονεύονται κι αυτοί μαζί με τους κατοίκους του ουρανού.
Oσο όμως γίνεται ακόμα πόλεμος, ο άνθρωπος νιώθει φόβο και τρόμο -θα νικήσει ή θα νικηθεί σήμερα; Θα κερδίσει ή θα χάσει αύριο; Γιατί ο αγώνας σφίγγει από παντού την καρδιά.
Μόνο ή απάθεια δεν επηρεάζεται από τον πόλεμο, επειδή έχει πάρει το βραβείο (της νίκης) και έχει ησυχάσει, αφού ειρήνευσαν μεταξύ τους κι έγιναν ένα τα τρία χωρισμένα, δηλαδή ή ψυχή, το σώμα και το πνεύμα, σύμφωνα με τον απόστολο (Α' Θεσ. 5:23). Και οταν αυτά τα τρία γίνουν ένα με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούν πια να χωριστούν, αφού ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε και «ουκέτί αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6:9).
Ό θάνατος Του μας εξασφάλισε τη σωτηρία, επειδή ή αμαρτία νεκρώθηκε με το θάνατο, και ή ανάσταση Του εξασφάλισε την αιώνια ζωή σε όλους, όσοι πιστεύουν σ' Αυτόν
Του αββα Ησαΐα