Η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε...
Ομιλία εις τον Ύπατον Ευτρόπιον
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
".... η Εκκλησία που πολέμησες άνοιξε την αγκαλιά της και σε δέχθηκε..."
(Επίκαιρο όσο ποτέ...)
Τον παρακάτω συγκλονιστικό λόγο εκφώνησε ο ιερός Χρυσόστομος στα 399, ένα έτος αφού είχε ανεβεί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ευτρόπιος ήταν ένας, ευνούχος υπηρέτης των ανακτόρων ο όποιος κατάφερε να φτάσει στο αξίωμα τα υπάτου, του κορυφαίου δηλαδή κρατικού αξιώματος. Εξαιτίας όμως της σκληρότητας και της φιλαργυρίας του έγινε ιδιαίτερα αντιπαθής από το λαό και μάλιστα ο στρατός απαίτησε από τον αυτοκράτορα να τον θανατώσει.
Τότε ο φοβερός αυτός διώκτης των χριστιανών κατέφυγε στην εκκλησία για να σωθεί από το φρικτό τέλος που τον περίμενε. Ο Χρυσόστομος τον δέχτηκε και αρνήθηκε να παραδώσει τον υπόδικο στους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει το ναό. Στο μεταξύ ο λαός είχε σπεύσει να αντικρίσει τον πρώην παντοδύναμο διώκτη να τρέμει μπροστά στο Ιερό θυσιαστήριο. Πολλοί από τους χριστιανούς επιθυμούσαν την παράδοσή του στην εξουσία, ώστε να τιμωρηθεί όπως του άξιζε.
Τότε ο άγιος με την ομιλία του από τον άμβωνα άδραξε την ευκαιρία και δίδαξε στους χριστιανούς σχετικά με την ματαιότητα των ανθρωπίνων και ταυτόχρονα κίνησε τις καρδιές τους σε έλεος απέναντι του αξιολύπητου αξιωματούχου. Μόνο ένας Χρυσόστομος, ως ρήτορας και ως άγιος, που ήταν θα μπορούσε ταυτόχρονα και να μιλήσει ωμά για το κατάντημα του Ευτροπίου αλλά και να μη φανεί σκληρός.
Ο λόγος του μάλιστα προκάλεσε στους πιστούς τη συμπάθεια, την αμνησικακία και την επιθυμία ανταποδόσεως καλού αντί κακού απέναντι του πρώην τυράννου και διώκτη τους. Να σημειώσουμε ότι ο Ευτρόπιος είχε εισηγηθεί και είχε πάρει την έγκριση του αυτοκράτορα την προηγούμενη χρονιά για να ακυρωθεί ο νόμος που όριζε ότι οι ναοί ήταν άσυλα απαραβίαστα.
*****
Σε όλες τις περιστάσεις, αλλά προ παντός σήμερα είναι επίκαιρο να πούμε· «ματαιότης ματαιοτητων, τα παντα ματαιοτης» (Εκκλησιαστής 1, 2). Που είναι τώρα η λαμπρότης του υπατικού αξιώματος; Που τα χαρωπά φώτα; Που τα χειροκροτήματα και οι συνοδείες και οι πολυέξοδες τελετές; Που είναι οι στέφανοι και τα ακριβά διαμερίσματα; Που ο θόρυβος της πόλεως και οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια και οι κολακευτικές αρχές; Όλα αυτά διάβηκαν. Φύσηξε αγέρας και με μιας όλα τα φύλλα τα έριξε κάτω, δείχνοντας μας γυμνό το δέντρο και σαλευόμενο από τη ρίζα του.
Ήταν τόσο δυνατό αυτό το δρολάπι, που απείλησε να ξεριζώσει το δέντρο και να το διαλύσει ολότελα. Που είναι τώρα οι επίπλαστοι φίλοι; Που είναι τα συμπόσια και τα δείπνα; Που είναι το μελισσολόι των παρασίτων και το αψύ κρασί που χυνόταν ολημερίς και οι ποικίλες τέχνες των μαγείρων και οι υπηρέτες της εξουσίας που μιλούσαν και έκαναν περιποιήσεις με πρόθυμη καλοσύνη;
Νύχτα ήταν όλα εκείνα και όνειρο, και σαν χάραξε η μέρα, αφανίσθηκαν. Ήταν άνθη εαρινά, και σαν πέρασε η άνοιξη, όλα μαράθηκαν. Σκιά ήταν και γοργοπερπάτησε. Καπνός ήταν και διαλύθηκε. Πομφόλυγες ήταν και έσκασαν. Αράχνης ιστός ήταν και έσπασε.
συνεχεια
http://www.impantokratoros.gr/21E74AD2.el.aspx