Με παρηγοριτικά λόγια καλούσε ο βασιλιάς το λαό σε μετάνοια, ενώ οι Νινευίτες εκτελούσαν πρόθυμα αυτά που διατάσσονταν. γιατί λέει, «φόρεσαν σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη και φώναζαν παρατεταμένα στο Θεό». Δεν ήταν τα λόγια τους συνηθισμένα και ο λογισμός τους μετέωρος. δεν μιλούσε η γλώσσα τους, ενώ η σκέψη τους ρέμβαζε. δεν προφερόταν η φωνή τους, ενώ ο νους τους περιφερόταν, αλλά και τα δύο παρακαλούσαν τον Θεό.
Όταν ήρθε η νύχτα και αύξησε τον φόβο, έδιωξε τον ύπνο τους και έκανε την υμνωδία πιο έντονη. Η ημέρα πάλι δείχνοντας τον ουρανό μελαγχολικό και καθώς χτυπιόταν με ακατάπαυστες αστραπές και βροντές, προκαλούσε σ' όλους μεγάλο τρόμο και τους παρακινούσε σε μεγάλη κραυγή.
Η γη που σειόταν προκαλούσε μεγάλη ταραχή στις ψυχές τους. Όλα τα νήπια από φόβο έτρεχαν στους κόλπους των μητέρων τους και κλαίοντας στις αγκαλιές τους δημιουργούσαν απερίγραπτο θρήνο και οδυρμό σ' όσους τα έβλεπαν. Αγέλες βοδιών και προβάτων και ζώα που είχαν στερηθεί από κάθε βοσκή και νερό, βγάζοντας διάφορες φωνές έκαναν ακόμα και τις σκληρές σαν διαμάντια ψυχές να κλαίνε. Ενώ λοιπόν από παντού η απειλή και ο φόβος τους συντάραζαν, δεν εννοούσαν να αποβάλουν την καλή ελπίδα.
Γιατί λέει, «ποιος ξέρει αν δεν μετανοήσει ο Θεός και απομακρύνει το θυμό και την οργή Του, και δεν καταστραφούμε»; (Ιωνά 3, 9).
Ιωάννης ο Χρυσόστομος