Μην παχαίνουμε το σώμα, αλλ' ας ακούσουμε τον Παύλο, που λέει: «Μη φροντίζετε για τη σάρκα, πως να ικανοποιείτε τις παράνομες επιθυμίες».
Γιατί, όπως ακριβώς εκείνος που θα πάρει και θα ρίξει τα τρόφιμα στον οχετό, έτσι και εκείνος που τα βάζει στο στομάχι του ή καλύτερα όχι έτσι, αλλά ακόμη χειρότερα. Γιατί στην πρώτη περίπτωση γεμίζει κανείς τον οχετό, χωρίς να προξενεί κακά στον εαυτό του, ενώ στη πολυφαγία προκαλεί άπειρες αρρώστιες.
Γιατί, εκείνο που τρέφει το σώμα είναι η ολιγάρκεια, επειδή το λίγο μπορεί να το αφομοιώσει ο οργανισμός. Ενώ το επί πλέον, όχι μόνον δεν τρέφει το σώμα, αλλά και το καταστρέφει. Αλλά κανείς δεν τα προσέχει αυτά, γιατί εξαπατάται από την άκαιρη ηδονή και την συνηθισμένη αντίληψη.
Θέλεις να τρέφεις το σώμα; Αφαίρεσε το περιττό, δίνε του το απαραίτητο και όσο μπορεί να επεξεργασθεί και να αφομοιώσει. Μην το βαραίνεις, για να μην το καταποντίσεις. Το ολιγαρκές φαγητό είναι και τροφή και ηδονή· γιατί τίποτε δεν φέρνει τόση ευχαρίστηση, όση η τροφή που επεξεργάσθηκε καλά και αφομοιώθηκε. Τίποτε άλλο δεν χαρίζει τόση υγεία, τίποτε τόση οξύτητα στις αισθήσεις, τίποτε δεν απομακρύνει τόσο πολύ την αρρώστια. Άρα το λιτό φαγητό είναι και τροφή και ηδονή και υγεία, ενώ η κατάχρηση είναι καταστροφή και αηδία και αρρώστια.
Γιατί αυτά που προξενεί η πείνα, αυτά προξενεί και η πολυφαγία, μάλλον δε και χειρότερα. Γιατί η πείνα σε λίγες μέρες άρπαξε τον άνθρωπο από τη ζωή και τον απάλλαξε από τον πόνο, ενώ η πολυφαγία, αφού καταφάγει το σώμα και το σαπίσει, το παραδίδει σε μακροχρόνια αρρώστια και στη συνέχεια σε φοβερότατο θάνατο.
Εμείς όμως νομίζουμε, ότι η πείνα είναι φοβερό δυστύχημα, ενώ τρέχουμε προς την αφθονία που είναι χειρότερη απ' αυτή. Από πού προέρχεται αυτή η αρρώστια, από πού αυτή η μανία; Δεν λέω να βασανίζουμε τους εαυτούς μας, αλλά να τρεφόμαστε τόσο, όσο θα φέρνει ηδονή, την πραγματική ηδονή, και θα μπορεί να θρέψει το σώμα και να το κάνει πειθαρχικό και αρμονικό προς τις ψυχικές ενέργειες, καλά στερεωμένο και συναρμοσμένο.
Όταν όμως παραχορτάσει από τροφή, αφού διαλύσει, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, τις ίδιες τις οσφύες (τα ισχία) και τούς συνδέσμους που το στηρίζουν, δεν μπορεί πλέον να βαστάξει την αφθονία των τροφών, γιατί η αφθονία αυτή όταν μπει μέσα διαλύει και σκορπίζει το παν.
(Ι. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 25, 288, 290 και ΕΠΕ 10, 782-784)